αλβανισμός

αλβανισμός
ο [αλβανίζω]
το να συμπεριφέρεται ή να εκφράζεται κανείς σαν Αλβανός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλβανίζω — 1. μιλώ την αλβανική γλώσσα 2. μιμούμαι τον τρόπο ζωής τών Αλβανών 3. διάκειμαι φιλικά προς τους Αλβανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλβανισμός, αλβανιστής, αλβανιστί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”